- μήκ'
- μηκά , μηκάςbleating onefem voc sgμηκά̱ , μηκήfem nom/voc/acc dualμηκά̱ , μηκήfem nom/voc sg (doric aeolic)μηκαί , μηκήfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek … Wikipedia
Codex 058 — Onciale 058 Le Codex 058, portant le numéro de référence 058 (Gregory Aland), ε 010 (Soden), est un manuscrit du parchemin en écriture grecque onciale. Sommaire 1 Description 2 Liens internes 3 Références … Wikipédia en Français
Onciale 058 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 058 texte Évangile selon Matthieu † langue Grec ancien date IVe& … Wikipédia en Français
Кодекс 058 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 058 Текст Евангелие от Матфея Язык греческий Дата IV век Сейчас в Австрийская национальная библиотека Размер 19 x 13 см Тип … Википедия
ευμήκιστος — εὐμήκιστος, ον (Μ) 1. ψηλός 2. μακρύς, επιμήκης 3. πλατύς, ευρύχωρος, μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήκ ιστος, ανώμαλος υπερθετικός τού μακρός (< μήκος κατά τα αίσχος > αίσχιστος)] … Dictionary of Greek
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
μηκάς — άδος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει 2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< *μηκ άδ ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ.… … Dictionary of Greek
μηκηθμός — μηκηθμός, ὁ (Α) η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ ῶμαι + επίθημα ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός)] … Dictionary of Greek
πολλύνομαι — Α (κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς + ρημ. κατάλ. ύνω / ύνομαι (πρβλ. μηκ ύνομαι, πληθ ύνομαι)] … Dictionary of Greek